γιουχάρω
Смотреть что такое "γιουχάρω" в других словарях:
γιουχάρω — γιουχάρω, γιούχαρα και γιουχάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γιουχαΐζω — και γιουχάρω και γιουχαρίζω [γιούχα] αποδοκιμάζω με φωνές και σφυρίγματα … Dictionary of Greek
εκκρούω — (AM ἐκκρούω) εκβάλλω με κρούση, εξωθώ μσν. 1. χτυπώ 2. (για όργανο) παίζω αρχ. μσν. εκτοξεύω, εκσφενδονίζω αρχ. 1. φυγαδεύω 2. απωθώ, αποκρούω, νικώ 3. αποστερώ, αναγκάζω κάποιον να παραιτηθεί 4. αντικρούω 5. με αποδοκιμασία αναγκάζω ηθοποιό να… … Dictionary of Greek
εκσυρίζω — ἐκσυρίζω, ἐκσυρίσσω και αττ. τ. ἐκσυρίττω (Α) 1. με σφυρίγματα αναγκάζω ηθοποιό να αποσυρθεί από τη σκηνή, γιουχάρω, αποδοκιμάζω 2. σφυρίζω δυνατά … Dictionary of Greek
γιουχαΐζω — γιουχαΐζω, γιουχάισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. γιουχάρω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γιουχαΐζω — και γιουχάρω γιουχάισα, γιουχαΐστηκα, γιουχαϊσμένος, αποδοκιμάζω φωνάζοντας «γιούχα»: Γιουχάισαν τον τραγουδιστή γιατί ήταν παράφωνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)